- μπατάρω
- και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω)νεοελλ.1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα»)3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει»)4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ζημιώνω («με τα χρέη του τόν μπατάρησε»)5. χρεωκοπώ6. εξοφλώ συμψηφίζοντας τα χρέη («τόν κέρδισα στα χαρτιά και μπατάραμε το χρέος»)7. (για θεατρική παράσταση) παίζω τη μορέσκαμσν.1. συγκρούομαι2. υπολογίζω, λογαριάζω3. αφαιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. battere «χτυπώ» ή πιθ. < βεν. bater). Ο τ. αμπατάρω με προθεματικό φωνήεν α- ή < ιταλ. abbattere].
Dictionary of Greek. 2013.